- σπερμολόγος
- οαυτός που διαδίδει αδέσποτες φήμες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπερμολόγος — picking up seeds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερμολόγος — ο, η / σπερμολόγος, ον, ΝΜΑ, και σπερματολόγος, ον Α αυτός που συγκεντρώνει και διαδίδει ανεξέλεγκτες πληροφορίες και κακόβουλες φήμες (α. «είναι ένας αδίστακτος σπερμολόγος» β. «τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν;», ΚΔ γ. «σπερμολόγος,… … Dictionary of Greek
σπερμολόγον — σπερμολόγος picking up seeds masc/fem acc sg σπερμολόγος picking up seeds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερμολογώτατοι — σπερμολόγος picking up seeds masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερμολόγα — σπερμολόγος picking up seeds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερμολόγε — σπερμολόγος picking up seeds masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερμολόγοι — σπερμολόγος picking up seeds masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερμολόγοις — σπερμολόγος picking up seeds masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερμολόγους — σπερμολόγος picking up seeds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερμολόγων — σπερμολόγος picking up seeds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)